- ἐσωτάτου
- ἐσώτατοςinnermostmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περικύκλιο — το, Ν βοτ. στρώμα παρεγχυματικών κυττάρων που βρίσκεται μεταξύ τής ενδοδερμίδας, δηλαδή τού εσώτατου στρώματος τού φλοιού, και τών αγωγών στοιχείων στη ρίζα ενός φυτού και, σε ορισμένες περιπτώσεις, στον βλαστό του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… … Dictionary of Greek
συντρόφι — το, Ν [σύντροφος] 1. (υποκορ. και με θωπευτική σημ.) αγαπημένος σύντροφος 2. κοινή ονομασία τού εσώτατου υμένα που περιβάλλει το έμβρυο κατά την κύηση, το αμνίο 3. ανδρικό εσώρουχο, σώβρακο … Dictionary of Greek